- μοναχικούς
- μοναχικόςofmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφαλερίτης — Ορυκτό του ψευδάργυρου. Πρόκειται για θειούχο ψευδάργυρο (ZnS). Το χρώμα του ποικίλλει ανάλογα με τις προσμείξεις που περιέχει και συνυπάρχει σχεδόν πάντα, με γαληνίτη, σε μοναχικούς ή συσσωματομένους κρυστάλλους. Οι κρύσταλλοι αυτοί είναι… … Dictionary of Greek
Ιάκωβος ο Εδέσσης — (Συρία 640 – 708). Επίσκοπος και εκκλησιαστικός συγγραφέας. Ακολούθησε το ιερατικό στάδιο και, αρχικά, έγινε μοναχός στη μονή Κενεσρέ. Αργότερα, ως επίσκοπος Εδέσσης, προσπάθησε να επιβάλει στις μονές της περιφέρειάς του νέους μοναχικούς… … Dictionary of Greek
Τίτο — (ψευδώνυμο του Γιόσιπ Μπροζ, Κούμροβετς, Ζάγκρεμπ 1892 – Βελιγράδι 1980). Γιουγκοσλάβος πολιτικός. Εργάτης μεταλλουργίας στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Ρώσους και μετά τον επαναπατρισμό του καταδικάστηκε το 1928 για… … Dictionary of Greek